- πολυβασικός
- -ή, -ό, Νχημ. (για οξέα) αυτός που σε υδατικά του διαλύματα περιέχει περισσότερα από ένα υδροκατιόντα ανά μόριο διαλυόμενου οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polybasic < πολυ-* + βάση. Η λ., στον πληθ. του ουδ. πολυβασικά (οξέα), μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.